- πτοούμαι
- πτοούμαι, πτοήθηκα, πτοημένος βλ. πίν. 74
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
πτοοῦμαι — πτοέω terrify pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TREPIDIARII Equi — memorantur Vegetio, de Arte Veterin. l. 1. c. 56. Quod nihilominus inventum constat a Parthis, quibus consuetudo est equorum gressus ad delicias dominorum hâc arte mollire: non enim circulis atque ponderibus praegravant, ut soluti ambulare… … Hofmann J. Lexicon universale
εμπτοούμαι — ἐμπτοοῡμαι (Α) 1. πτοούμαι, ταράζομαι 2. μτφ. συναρπάζομαι από σφοδρό πάθος (έρωτα κ.λπ.) («ἐνεπτόητο ή Ἀφροδίτη πρὸς Ἄδωνιν», Χορίκ.) … Dictionary of Greek
περιπτώσσω — Α κάθομαι συνεσταλμένος, μαζεμένος από φόβο, φοβάμαι πολύ, καταπτήσσω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πτώσσω «συστέλλομαι, πτοούμαι»] … Dictionary of Greek
πολυπτόητος — ον, ΜΑ ποιητ. τ. πολυπτοίητος, ον, Α 1. αυτός που πτοείται πολύ, πάρα πολύ δειλός, φοβιτσιάρης 2. (για θάλασσα) φουρτουνιασμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πτοοῦμαι] … Dictionary of Greek
πτοώ — πτοῶ, έω, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. πτοιῶ Α φοβίζω, εμβάλλω φόβο σε κάποιον (α. «δεν πρόκειται να μάς πτοήσουν οι απειλές τους» β. «ὅταν δὲ ἀκούσητε πολέμους καὶ ἀκαταστασίας μὴ πτοηθῆτε», ΚΔ γ. «τῶν δὲ φρένες ἐπτοίηθεν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (για πάθος ή… … Dictionary of Greek
συμπτώσσω — Μ μαζεύομαι από φόβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πτώσσω «συστέλλομαι, πτοούμαι»] … Dictionary of Greek